εργάσιμος

εργάσιμος
-η, -ο (AM ἐργάσιμος, -ον και -ος, -η, -ον) [εργασία]
ο χρόνος κατά τον οποίο οφείλει ή μπορεί να εργάζεται κανείς («εργάσιμες ώρες γραφείου»)
αρχ.-μσν.
(για γη) καλλιεργήσιμος
αρχ.
1. αυτός που επιδέχεται κατεργασία («ἐν παντὶ σκεύει ἐργασίμῳ δέρματος», ΠΔ)
2. εργατικός, δουλευτής
3. (για πόρνη) αυτή που δουλεύει με το σώμα της
4. ενεργητικός, δραστήριος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐργάσιμον
α) τιμή, δαπάνη κατασκευής, κόστος
β) η εργατική τάξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐργάσιμος — to be worked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργάσιμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί, να δουλευτεί, καλλιεργήσιμος: Ξύλο εργάσιμο. 2. για χρόνο, εκείνος κατά τον οποίο μπορεί ή πρέπει να εργαστεί κανείς: Το γραφείο δέχεται τους πολίτες σε μέρες και ώρες εργάσιμες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐργασιμώτερον — ἐργάσιμος to be worked masc acc comp sg ἐργάσιμος to be worked neut nom/voc/acc comp sg ἐργάσιμος to be worked adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάσιμον — ἐργάσιμος to be worked masc/fem acc sg ἐργάσιμος to be worked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασίμοις — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασίμου — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασίμους — ἐργάσιμος to be worked masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασίμων — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασίμῳ — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάσιμα — ἐργάσιμος to be worked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”